гадить - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

гадить - translation to γαλλικά


гадить      
разг.
1) ( пачкать ) salir ; faire ses besoins ( о животном )
2) ( вредить ) nuire , faire du mal à
faire des saletés      
гадить; пакостить, вредить
Freire rengaina précipitamment et leva les yeux. Une femme, penchée à la balustrade, cadrée par des draps qui séchaient, le fusillait du regard :
- Allez faire ça chez vous ! Gros dégueulasse !
     
Фрер быстро застегнулся и поднял глаза. На балконе, завешанном сохнущими простынями, стояла женщина. Ее глаза метали молнии:
- Иди к себе и там гадь! Сволочь жирная!

Ορισμός

гадить
несов. перех. и неперех.
1) разг. неперех. Испражняться (о животных, птицах).
2) а) перен. разг.-сниж. перех. Пачкать; портить, уродовать.
б) неперех. Вредить, пакостить.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για гадить
1. Хотя, разумеется, "водочный человек" любит гадить.
2. Нечего им гадить везде, - вдохновенно призывал он.
3. Только охаивать наше великое прошлое, марать, чернить, гадить.
4. Одна просьба: не гадить на трибунах, как, увы, бывало.
5. Получается парадоксальная картина: дешевле гадить, чем очищать окружающую среду.